νιτσεράδα

νιτσεράδα
και ιντσεράδα
η αδιάβροχη ενδυμασία που φορούν οι ναυτικοί για να προφυλάγονται από την βροχή και από το θαλασσινό νερό σε περίπτωση κακοκαιρίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. incerata (tela) < cera «κερί» (πρβλ. τσιρότο)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • νιτσεράδα — η μουσαμάς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”